- αλιπληξ
- ἁλιπλήξ-ῆγος adj. Anth. = ἁλίπλακτος См. αλιπλακτος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλιπλήξ — ἁλιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο ἁλίπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληξ < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
ἁλιπλήξ — ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… … Dictionary of Greek
βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γαστεροπλήξ — ( πλῆγος), ο (Μ) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( έρος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαιμονοπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) ο χτυπημένος από τη δύναμη κάποιου δαίμονα, θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ)] … Dictionary of Greek